- ου ή λιόπρινο
- (ίλεξ ο οξύφυλλος). Δεντρύλλιο της οικογένειας των ακουιφολιιδών ή ιληκιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό και ως αρκουδοπούρναρο, ήμερο πουρνάρι, αλλά κυρίως με τη γαλλική ονομασία ου (houx). Είναι πολύκλαδο και έχει φύλλα αειθαλή, δερματώδη, με χείλη κυρίως οδοντωτά-λοβώδη και ακανθωτά. Την άνοιξη εκπτύσσονται, στις μασχάλες των φύλλων, δέσμες από λευκά άνθη που δίνουν, το φθινόπωρο, ομάδες από σφαιρικούς ραγόμορφους καρπούς, οι οποίοι έχουν μέγεθος λίγο πιο μικρό από το μπιζέλι και χρώμα ζωηρό κόκκινο, γυαλιστερό. Το ο. αυτοφύεται σε άγρια κατάσταση στη δυτική Ασία και στην Ευρώπη, ενώ στην Ελλάδα συναντάται στα ορεινά δάση. Κομψό δεντρύλλιο, με εντυπωσιακούς καρπούς, καλλιεργείται συχνά για καλλωπιστικούς σκοπούς. Υπάρχουν αρκετές ποικιλίες με φύλλα ποικιλμένα με λευκό. Κλαδιά ο. με κόκκινους καρπούς, χρησιμοποιούνται τα Χριστούγεννα για τον στολισμό των σπιτιών. Οι ιθαγενείς της Νότιας Αμερικής χρησιμοποιούν τα σπέρματα, που περιέχονται στους καρπούς ενός είδους του γένους Ίλεξ, για να παρασκευάσουν ένα υποκατάστατο του καφέ.
Ου ή λιόπρινο (Ίλεβ ο ζύφυλλος) με τους χαρακτηριστικούς κόκκινους ραγόμορφους καρπούς του.
Dictionary of Greek. 2013.